Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017
Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἑρμύλου καί Στρατονίκου.
Ἀπόστολος Εὐαγγέλιον
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 8 - 168
Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. 9 Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· 10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. 11 Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν καὶ παρὰ καιρὸν ἡλικίας ἔτεκεν, ἐπεὶ πιστὸν ἡγήσατο τὸν ἐπαγγειλάμενον· 12 διὸ καὶ ἀφ’ ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος. 13 Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς. 14 οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. 15 καὶ εἰ μὲν ἐκείνης μνημονεύουσιν, ἀφ’ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· 16 νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ’ ἔστιν ἐπουρανίου. διὸ οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν, ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν.
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 8 - 168
Ενεκα της πίστεώς του ο Αβραάμ, καλούμενος από τον Θεόν, υπήκουσε να εξέλθη και να φύγη από την πατρίδα του και νε μεταβή στον τόπον, τον οποίον επρόκειτο να λάβη ως κληρονομίαν του από τον Θεόν. Και πράγματι εξήλθε, χωρίς και να γνωρίζη που πηγαίνει. 9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώκησεν εις την γην, που του είχε υποσχεθή ο Θεός, σαν εις ξένην περιοχήν και έζησε μέσα εις σκηνάς μαζή με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ιδίας υποσχέσεως του Θεού. 10 Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και ελπίδα ακλόνητον την επουράνιον πόλιν, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλια της, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός. 11 Χαρις εις την πίστιν της και αυτή η στείρα και πολύ ηλικιωμένη Σαρρα, επήρε δύναμιν, ώστε να καταβληθή και ζωογονηθή εις αυτήν σπέρμα· και μολονότι είχε περάσει πλέον η ηλικία της, εγέννησε τέκνον, επειδή εθεώρησε κατά πάντα αξιόπιστον εκείνον, που της είχε υποσχεθή, ότι θα αποκτούσε υιόν. 12 Δια την πίστιν αυτήν της Σαρρας και του Αβραάμ εγεννήθησαν από έναν άνθρωπον, τον Αβραάμ, νεκρωμένον πλέον εξ αιτίας του γήρατος αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν την άμμον της σακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθή. 13 Ολοι αυτοί απέθαναν στερεωμένοι εις την πίστιν και εις την ελπίδα, που γεννά η πίστις, χωρίς εν τούτοις να λάβουν τας επαγγελίας. Αλλά τας είδαν από μακράν και τας εδέχθησαν με όλην των την ψυχήν και ωμολόγησαν με τα έργα των και με τα λόγια των, ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επάνω εις την γην. 14 Διότι αυτοί που έλεγαν τέτοια λόγια, εφανέρωναν καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ' εζητούσαν την μόνιμον και χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν. 15 Και εάν ενεθυμούντο εκείνην, την επίγειον πατρίδα, από την οποίαν είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνον και την ευκαιρίαν να επανέλθουν εις αυτήν. 16 Τωρα όμως επιθυμούν σφοδρώς καλυτέραν και τελειοτέραν πατρίδα, δηλαδή την επουράνιον. Δι' αυτό και ο Θεός δεν αισθάνεται εξ αιτίας των καμμίαν εντροπήν, να ονομάζεται Θεός των. Τουναντίον ευαρεστείται εις αυτούς, όπως μαρτυρείται από το γεγονός, ότι τους έχει ετοιμάσει επουράνιον και μακαρίαν πατρίδα.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 81
Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις 2 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν λέγοντες· Εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 3 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ εἴπατέ μοι· 4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; 5 οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι. 7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν. 8 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 81
Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή με τους πρεσβυτέρους 2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και τους εμπορευομένους από τον ναόν;” 3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε. 4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”. 5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις αυτόν; 6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού. 7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου. 8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.
Τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἑρμύλου καί Στρατονίκου.
Ἀπόστολος Εὐαγγέλιον
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 8 - 168
Πίστει καλούμενος Ἀβραὰμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὃν ἔμελλε λαμβάνειν εἰς κληρονομίαν, καὶ ἐξῆλθε μὴ ἐπιστάμενος ποῦ ἔρχεται. 9 Πίστει παρῴκησεν εἰς γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν, ἐν σκηναῖς κατοικήσας μετὰ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν συγκληρονόμων τῆς ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς· 10 ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός. 11 Πίστει καὶ αὐτὴ Σάρρα δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος ἔλαβεν καὶ παρὰ καιρὸν ἡλικίας ἔτεκεν, ἐπεὶ πιστὸν ἡγήσατο τὸν ἐπαγγειλάμενον· 12 διὸ καὶ ἀφ’ ἑνὸς ἐγεννήθησαν, καὶ ταῦτα νενεκρωμένου, καθὼς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει καὶ ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος. 13 Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι, καὶ ὁμολογήσαντες ὅτι ξένοι καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς. 14 οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι. 15 καὶ εἰ μὲν ἐκείνης μνημονεύουσιν, ἀφ’ ἧς ἐξῆλθον, εἶχον ἂν καιρὸν ἀνακάμψαι· 16 νῦν δὲ κρείττονος ὀρέγονται, τοῦτ’ ἔστιν ἐπουρανίου. διὸ οὐκ ἐπαισχύνεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς Θεὸς ἐπικαλεῖσθαι αὐτῶν, ἡτοίμασε γὰρ αὐτοῖς πόλιν.
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 8 - 168
Ενεκα της πίστεώς του ο Αβραάμ, καλούμενος από τον Θεόν, υπήκουσε να εξέλθη και να φύγη από την πατρίδα του και νε μεταβή στον τόπον, τον οποίον επρόκειτο να λάβη ως κληρονομίαν του από τον Θεόν. Και πράγματι εξήλθε, χωρίς και να γνωρίζη που πηγαίνει. 9 Χαρις εις αυτήν την πίστιν του κατώκησεν εις την γην, που του είχε υποσχεθή ο Θεός, σαν εις ξένην περιοχήν και έζησε μέσα εις σκηνάς μαζή με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ιδίας υποσχέσεως του Θεού. 10 Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και ελπίδα ακλόνητον την επουράνιον πόλιν, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλια της, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός. 11 Χαρις εις την πίστιν της και αυτή η στείρα και πολύ ηλικιωμένη Σαρρα, επήρε δύναμιν, ώστε να καταβληθή και ζωογονηθή εις αυτήν σπέρμα· και μολονότι είχε περάσει πλέον η ηλικία της, εγέννησε τέκνον, επειδή εθεώρησε κατά πάντα αξιόπιστον εκείνον, που της είχε υποσχεθή, ότι θα αποκτούσε υιόν. 12 Δια την πίστιν αυτήν της Σαρρας και του Αβραάμ εγεννήθησαν από έναν άνθρωπον, τον Αβραάμ, νεκρωμένον πλέον εξ αιτίας του γήρατος αναρίθμητοι απόγονοι σαν τα άστρα του ουρανού κατά το πλήθος και σαν την άμμον της σακροθαλασσιάς, που είναι αδύνατον να μετρηθή. 13 Ολοι αυτοί απέθαναν στερεωμένοι εις την πίστιν και εις την ελπίδα, που γεννά η πίστις, χωρίς εν τούτοις να λάβουν τας επαγγελίας. Αλλά τας είδαν από μακράν και τας εδέχθησαν με όλην των την ψυχήν και ωμολόγησαν με τα έργα των και με τα λόγια των, ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επάνω εις την γην. 14 Διότι αυτοί που έλεγαν τέτοια λόγια, εφανέρωναν καθαρά, ότι δεν επανεπαύοντο εις την επίγειον πατρίδα, αλλ' εζητούσαν την μόνιμον και χαρμόσυνον πατρίδα, δηλαδή τον ουρανόν. 15 Και εάν ενεθυμούντο εκείνην, την επίγειον πατρίδα, από την οποίαν είχαν εξέλθει, είχαν και τον χρόνον και την ευκαιρίαν να επανέλθουν εις αυτήν. 16 Τωρα όμως επιθυμούν σφοδρώς καλυτέραν και τελειοτέραν πατρίδα, δηλαδή την επουράνιον. Δι' αυτό και ο Θεός δεν αισθάνεται εξ αιτίας των καμμίαν εντροπήν, να ονομάζεται Θεός των. Τουναντίον ευαρεστείται εις αυτούς, όπως μαρτυρείται από το γεγονός, ότι τους έχει ετοιμάσει επουράνιον και μακαρίαν πατρίδα.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 81
Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐκείνων διδάσκοντος αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις 2 καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν λέγοντες· Εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 3 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ εἴπατέ μοι· 4 τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; 5 οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 6 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι. 7 καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν. 8 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Κ´ 1 - 81
Μιαν από τας μεγάλας εκείνας ημέρας καθώς ο Κυριος εδίδασκε εις τας αυλάς του Ναού τον λαόν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, ήλθαν έξαφνα κοντά του αποφασιστικοί οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζή με τους πρεσβυτέρους 2 και του είπαν· “πες μας, με ποιά εξουσία κάμνεις αυτά η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν, ώστε, εκτός των άλλων, να διώχνης και τους εμπορευομένους από τον ναόν;” 3 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς ο Κυριος· “και εγώ θα σας υποβάλω μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν σαν διδάσκαλοι με εξουσίαν και κύρος που θέλετε να είσθε, πρέπει να μου απαντήσετε. 4 Το βάπτισμα του Ιωάννου ήτο από τον ουρανόν, εγίνετο κατόπιν εντολής του Θεού, η ήτο απλή και άνευ σημασίας επινόησις ανθρώπων”. 5 Εκείνοι δε εσκέφθησαν μεταξύ των και είπαν ότι, εάν είπωμεν εξ ουρανού, δηλαδή από τον Θεόν, θα μας πη· διατί δεν επιστεύσατε εις αυτόν; 6 Εάν δε είπωμεν, ότι ήτο επινόησις ανθρώπων και επομένως ο Ιωάννης δεν ήτο προφήτης, απεσταλμένος δηλαδή από τον Θεόν, όλος ο λαός θα μας λιθοβολίση αγρίως, διότι όλοι έχουν ακλόνητον την πεποίθησιν, ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης του Θεού. 7 Και, αυτοί, οι επίσημοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, κατησχημένοι απήντησαν, ότι δεν ξεύρουν, από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου. 8 Και τότε ο Ιησούς τους είπεν· “ούτε εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω αυτά”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου