ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΕΛΛΑΣ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη

Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη


Ἀσυνδυάστους συζύγους κτείνει ξίφος,
Τὴν ψυχικὴν σύζευξιν ἠγαπηκότας.
Τμήθη Ἐπιστήμη Γαλακτίων τ' ἑνὶ πέμπτῃ.

Βιογραφία

Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος.
Οι Έλληνες γονείς του Γαλακτίωνα, Κλειτοφών και Λευκίππη, ήταν πρώτα ειδωλολάτρες. Κάποιος, όμως, ιερομόναχος, που ονομαζόταν Ουνούφριος, τους προσείλκυσε στη χριστιανική πίστη. Από τότε διέθεταν τα πλούτη τους σε κάθε αγαθοεργία. Το δε γιο τους Γαλακτίωνα ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Δηλαδή, με παιδαγωγία και νουθεσία, σύμφωνη με το θέλημα του Κυρίου. Και η παιδαγωγία αυτή δεν άργησε να φέρει τους θαυμαστούς καρπούς της. Ο Γαλακτίων όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία ωραία κόρη, την Επιστήμη, την οποία ο ίδιος είλκυσε στο Χριστό.

Η ζωή τους κυλούσε αφιερωμένη στην υπηρεσία του λόγου του Θεού και στη διακονία του πλησίον, ώσπου ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου. Τότε, ο μεν Γαλακτίων πήγε σε μοναστήρι του όρους Σινά, η δε Επιστήμη σε γυναικείο κοινόβιο.

Αλλά η λαίλαπα του διωγμού έφθασε και στα μέρη εκείνα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Γαλακτίων από τον άρχοντα Ούρσο. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό η Επιστήμη, έτρεξε και παρακάλεσε τους διώκτες να συλλάβουν και αυτή προς ενίσχυση του συζύγου της. Ο άρχοντας Ούρσος, μη μπορώντας να τους πείσει να αλλαξοπιστήσουν, αφού τους βασάνισε σκληρά στο τέλος τους αποκεφάλισε (περί το 250 μ.Χ.).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Tὴν λαμπρὰν ξυνωρίδα τῶν μαρτύρων τιμήσωμεν ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καὶ κλειτὴν καὶ θεόφρονα· τὸν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σὺν Ἐπιστήμῃ τῇ σεμνῇ. Δι' ἀσκήσεως γὰρ πόνων ἀθλητικὴν ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Μαρτύρων Χριστοῦ, τοῖς δήμοις ἠριθμήθητε, ἀγῶσι στεῤῥοῖς, φαιδρῶς ἀγωνισάμενοι, Γαλακτίων ἔνδοξε, σῦν συζύγῳ σεπτῇ καὶ συνάθλῳ σου, Ἐπιστήμη, τῷ μόνῳ Θεῷ, πρεσβεύοντες ἄμφω ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀσκήσει λαμπρύνας σου, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, ἀκτῖσιν ἀθλήσεως, φωταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Γαλακτίων μακάριε· ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, καὶ φωσφόρον ἡμέραν, πίστει ἐπιτελοῦμεν, εὐσεβῶς σοι βοῶντες· Ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον ἐν Μάρτυσι Γαλακτίωνα, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, σὺν τῇ πανευκλεεῖ συζύγῳ, τῇ φερωνύμῳ Ἐπιστήμῃ· οὗτοι γὰρ καθεῖλον τοῦ ἐχθροῦ τὸ φρύαγμα, καὶ εἰδώλων τὸ ἄθεον ἤλεγξαν, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ ἀνεκήρυξαν. Διὸ περιφανῶς λαβόντες παρ' αὐτοῦ, τοὺς στεφάνους τῆς ἀφθαρσίας, ἀπαύστως πρεσβεύουσιν ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Άγιοι Ερμάς, Πατρόβας, Λίνος, Γάιος και Φιλόλογος, Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα

Άγιοι Ερμάς, Πατρόβας, Λίνος, Γάιος και Φιλόλογος, Απόστολοι από τους Εβδομήκοντα


Eις τον Eρμάν, Πατρόβαν και Γάιον.
Ἑρμᾶς, Πατρόβας καὶ Γάϊος τρεῖς ἅμα,
Ἀπόστολοι θνῄσκουσιν, οἷς τριὰς φίλη.

Eις τον Λίνον.
Καθείς, Ἰησοῦς γνώσεως θείας λίνον,
Ζωγρεῖ σε, Λῖνε, καὶ μεθιστᾷ τοῦ βίου.

Eις τον Φιλόλογον.
Φιλόλογος φιλῶν σὲ τὸν Θεὸν Λόγον,
Πληροῖ λόγους σούς, καὶ θανὼν σύνεστί σοι.

Βιογραφία

Πραγματικοί ποιμένες όλοι, του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας μας. Τον Ερμά αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του, καθώς και τους Πατρόβα, Γάιο και Φιλόλογο. Ενώ τον Λίνο αναφέρει στη δεύτερη προς Τιμόθεον επιστολή του.

Ο Ερμάς ορίστηκε επίσκοπος στους Φιλίππους της Μακεδονίας, και σ' αυτόν αποδίδουν ο Ωριγένης, ο Ευσέβειος, ο Ιερώνυμος και άλλοι, το γνωστό συγγραφικό έργο με τον τίτλο ο «ποιμήν». Το έργο αυτό δείχνει το βάραθρο, στο όποιο φέρει η αμαρτία και διεγείρει έντονα το αίσθημα της μετάνοιας και της μετά του Θεού ειρήνης. Μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα μπορούσε να το αναγνώσει κανείς μόνο στη Λατινική μετάφραση του. Κατά τον 19ο αιώνα όμως, βρέθηκε και το ελληνικό πρωτότυπο.

Ο Πατρόβας πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες στην πίστη, σαν επίσκοπος Ποτιόλων στην Ιταλία.

Ο Λίνος αναδείχτηκε πρώτος επίσκοπος Ρώμης και ποίμανε την εκεί εκκλησία με πρόνοια και τόλμη, και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Ήταν επίσκοπος έντεκα χρόνια και τρεις μήνες.

Ο Γάιος ποίμανε στην Έφεσο μετά τον Τιμόθεο, και ο Φιλόλογος ορίστηκε από τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Σινώπης.
Άγιοι Δομνίνος και οι συν αυτώ

Ἀνασκοπῶν πῦρ τῆς γεέννης Δομνῖνος,
Τὸ τῇ δε πῦρ ἔφριττεν οὔμενουν ὅλως.

Βιογραφία

Ο Δομνίνος και οι μαζί μ' αυτόν μαρτυρήσαντες Άγιοι έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Δομνίνος μαρτύρησε αφού μετά από πολλά βασανιστήρια τον έκαψαν ζωντανό. Μαζί με αυτόν, μαρτύρησαν και αρκετές χριστιανές παρθένες κόρες.
Άγιοι Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος


Τὸν Τιμόθεον, καὶ συναθλητὰς δύω
Κτείνουσι πυγμαί, καὶ Θεὸς τιμᾷ Λόγος.

Βιογραφία

Οι Άγιοι Τιμόθεος, Θεόφιλος, Θεότιμος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.) και ήταν νέοι στην ηλικία και ευπαρουσίαστοι. Μαρτύρησαν αφού τους γρονθοκόπησαν μέχρι θανάτου.
Άγιος Δωρόθεος ο Πρεσβύτερος


Ὁ Δωρόθεος ἐκδοθεὶς τοῖς θηρίοις,
Δῶρον προσήχθη τῷ Θεῷ προσδεκτέον.

Βιογραφία

Ο Άγιος Δωρόθεος ο Πρεσβύτερος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Δωρόθεος, που ήταν σεμνός Ιερέας, μαρτύρησε αφού τον παρέδωσαν για τροφή στα άγρια θηρία.
Άγιοι Ευψύχιος και Καρτέριος


Αἰδοῖα Καρτέριος ἐκτετμημένος,
Σὺν Εὐψυχίῳ καρτεροψύχως φέρει.

Βιογραφία

Οι Άγιοι Ευψύχιος και Καρτέριος έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Μαρτύρησαν αφού τους έκοψαν τα γεννητικά τους όργανα, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από ακατάσχετη αιμορραγία.
Άγιος Σιλβάνος


Ἐν τοῖς μετάλλοις Σιλβανὸς βεβλημένος,
Λείπει μέταλλα καὶ μεταλλάττει βίον.

Βιογραφία

Ο Άγιος Σιλβάνος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Τον καταδίκασαν να βασανίζεται μέσα σε μέταλλα, μέχρι που πέθανε, στην τοποθεσία Φανό.
Άγιος Πάμφιλος


Φρουρᾷ δαμασθείς, καὶ πρὸ τῆς φρουρᾶς ξέσει,
Διπλοῦν λάβοι Πάμφιλος εἰκότως στέφος.

Βιογραφία

Ο Άγιος Πάμφιλος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Μαξιμιανού και όταν άρχοντας της Παλαιστίνης ήταν ο Ουρβανός (298 μ.Χ.). Ο Άγιος Πάμφιλος ήταν στολισμένος με πολλές αρετές και πέθανε μετά από πολλά βασανιστήρια μέσα στη φυλακή, μαζί με άλλους ομολογητές της χριστιανικής πίστης.
Όσιος Γρηγόριος ο Ομολογητής Πάπας Αλεξανδρείας


Tο γρήγορον δε, όμμα Oρθοδοξίας,
Πώς αγέραστον εν λόγοις παραδράμω;

Βιογραφία

Ο Όσιος Γρηγόριος έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ. την εποχή του αυτοκράτορα Λεόντου του Ε'.

Ο Γρηγόριος αγάπησε τους λόγους του Κυρίου από νεαρή ηλικία και τήρησε στον εαυτό του όλες τις αρετές του Θεού. Γι' αυτό το λόγο μετά το θάνατο του πατριάρχη Αλεξανδρείας χειροτονήθηκε, από τούς συγκεντρωθέντες εκεί επισκόπους, Πατριάρχης. Η εκλογή του και χειροτονία του ήταν αποδεκτή όχι μόνο από τούς ιεράρχες αλλά και από το Χριστιανικό Λαό. Ο Όσιος Γρηγόριος αποδείχθηκε άξιος δάσκαλος της Ορθοδοξίας. υπήρξε ταπεινός και ήρεμος και έφερε σε πέρας άξια ένα μεγάλο φιλανθρωπικό και ανθρωπιστικό έργο.

Όταν ο αυτοκράτορας, Λέοντας ο Ε', αναζωπύρωσε την εικονομαχία ο Γρηγόριος αντέδρασε. Έτσι ο άρχοντας διέταξε να πάνε τον όσιο δέσμιο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γρηγόριος μεταφέρθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα κι εκεί χωρίς να δειλιάσει τον κατηγόρησε ως αιρετικό, άθεο και ασεβή. Ο Λέοντας εξοργισμένος από τις κατηγορίες του Οσίου διέταξε να τον μαστιγώσουν και στη συνέχεια να τον κλείσουν στη φυλακή. Παρόλα αυτά ο Γρηγόριος εξακολουθούσε να υμνεί τον Κύριο. Μαθαίνοντας το ο αυτοκράτορας πρόσταξε να τον εξορίσουν. Έτσι ο Όσιος Γρηγόριος οδηγήθηκε στην εξορία του όπου και μετά από τρία χρόνια παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.


Σημείωση: Δυστυχώς στους πατριαρχικούς καταλόγους δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιον Γρηγόριο που να έζησε την εποχή του Λέοντα Ε' (813 - 820 μ.Χ.)
Άγιοι Κάστορας και Αγαθάγγελος


Eις τον Kάστορα.
Oυκ εις μακράν σου του πυρός Kάστορ λύσις.
Tι του λόγου δηλούντος; Eγγύς το στέφος.

Eις τον Aγαθάγγελον..
Χριστάγγελός τις ψῆφος Ἀγαθαγγέλῳ
Ἡ τῆς τελευτῆς ψῆφος ἦν ἐκ τοῦ ξίφους.

Βιογραφία

Ο Άγιος Κάστορας (που σύμφωνα με αδιασταύρωτες πληροφορίες ήταν Επίσκοπος) μαρτύρησε δια πυρός, ο δε Άγιος Αγαθάγγελος δια ξίφους.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»

Όσιος Ιωαννίκιος ο Μεγάλος «ὁ ἐν Ὀλύμπῳ»


Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει
Ὁ τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος.
Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν.

Βιογραφία

Ο Όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε στη Βιθυνία το 740 μ.Χ. Τον πατέρα του έλεγαν Μυριτρίκη και τη μητέρα του Αναστασώ. Και οι δύο ήταν ευσεβείς γονείς και παιδαγώγησαν το γιο τους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος στρατεύτηκε, αυτοκράτορας ήταν ο τραχύς εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε'.

Ο Κωνσταντίνος ο Ε', διέπρεψε στους αγώνες του κατά των Βουλγάρων και είχε μεγάλη εκτίμηση από τους στρατιώτες του. Η ψυχολογία που καλλιεργήθηκε στα πεδία των μαχών, παρέσυρε τον Ιωαννίκιο και στο θρησκευτικό έδαφος, με αποτέλεσμα να γίνει εικονομάχος, σαν τον αυτοκράτορα.

Όταν, όμως, απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, δεν άργησε να καταλάβει την πλάνη του και σε τι μεγάλα σφάλματα τον είχε οδηγήσει αυτή. Μετανόησε ειλικρινά και εξομολογήθηκε το ολίσθημα του. Αφού καταρτίσθηκε ανάλογα, έγινε μοναχός στον Όλυμπο και πέθανε 94 χρονών στη Μονή Αντιδίου, διδάσκοντας στον κόσμο την Ορθοδοξία.


Ἀπολυτίκιον  Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον· θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ´.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ' ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον, τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.

Ὁ Οἶκος
Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε, τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.

Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.
Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.
Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.
Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.
Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.
Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.
Άγιοι Νίκανδρος επίσκοπος Μύρων και Ερμαίος ο πρεσβύτερος

Άγιοι Νίκανδρος επίσκοπος Μύρων και Ερμαίος ο πρεσβύτερος

Χριστὸν ποθοῦντας ζῶντας Μάρτυρας δύω,
Καὶ ζῶντας ἐνθάπτουσι πικρῶς τῷ τάφῳ.


Βιογραφία

Οι Άγιοι Νίκανδρος και Ερμαίος ήταν μαθητές του αποστόλου Τίτου, του τόσο αγαπητού συνεργάτη του αποστόλου Παύλου. Κήρυτταν το Ευαγγέλιο με περίσσιο ζήλο και αφοσίωση. Με το κήρυγμά τους πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν την μία αληθινή πίστη του Ιησού Χριστού. Για το λόγο αυτό καταγγέλθηκαν στον άρχοντα της πόλης, τον Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν υπό της βίας μπροστά του και διακήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λιβάνιος εξοργισμένος διέταξε τον βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε να τους ξεσκίσουν τις σάρκες τους, όμως με τη βοήθεια της Θείας Χάρης οι Άγιοι θεραπεύτηκαν. Το θαύμα αυτό αντί να συνετίσει τον άρχοντα, τον θύμωσε περισσότερο. Έτσι διέταξε το βασανισμό τους με πυρά και τον ενταφιασμό τους καθώς ήταν ζωντανοί ακόμα. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Γνῶσιν ἔνθεον, καρποφόρησαν, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεύσι πιστὸς ἐχρημάτισας καὶ μαρτυρίου τοὶς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν Ἑρμαῖον ἐκέκτησο, μεθ' οὐ πρέσβευε, Κυρίω τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος,τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Νίκανδρε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Άγιος Πορφύριος ο Μίμος


Ὁ Πορφύριος εὐστόλιστος ἐκ ξίφους,
Λαμπρὰν στολισθεὶς πορφύραν ἐξ αἱμάτων.

Βιογραφία

Ο Άγιος Πορφύριος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (περί το 270 μ.Χ.). Καταγόταν από την Έφεσο της Μικράς Ασίας και από μικρή ηλικία είχε ανατραφεί με τους μίμους στα θέατρα. Εξασκώντας την τέχνη του μίμου συχνά κορόιδευε τις χριστιανικές συνήθειες και τελετουργίες. Αλλά η Θεία επέμβαση έφερε μία απροσδόκητη μεταβολή.

Ο Πορφύριος είχε μία κόρη την οποία έχασε από αιφνίδιο θάνατο. Η απώλειά της έφερε ένα τεράστιο πλήγμα στην καρδιά του. Άφησε το επάγγελμά του μίμου και άρχισε να περιφέρεται θρηνώντας. Η παρηγοριά στην καρδιά του ήρθε από τους κόλπους των χριστιανών, που τόσο είχε εμπαίξει. Έτσι βρίσκοντας την γαλήνη βαπτίσθηκε χριστιανός και μετά με θάρρος αποκήρυξε την ειδωλολατρική πίστη.

Ο έπαρχος όταν το έμαθε τον κάλεσε και τον πρόσταξε να ασπαστεί τα είδωλα. Ο Άγιος Πορφύριος αρνήθηκε, γι' αυτό και αποκεφαλίστηκε.

Ο Άγιος Πορφύριος ο μίμος που εορτάζει στις 4 Νοεμβρίουδεν πρέπει να συγχέετε με τον Άγιο Πορφύριο τον μίμο που εορτάζει στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι δύο Άγιοι είναι διαφορετικοί αφού και διαφορετικό δίστιχο έχουν και έζησαν σε διαφορετικές εποχές.
Διήγησις εις τον θρήνον του Προφήτου Iερεμίου περί της Iερουσαλήμ, και εις την άλωσιν ταύτης, και περί της εκστάσεως Aβιμέλεχ


Mάτην τι θρηνείς την υβρίστριαν πόλιν,
Ω των Προφητών πενθικώτατος πέλων;

Βιογραφία

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για το γεγονός αυτό:

«O μέγας ούτος Προφήτης Iερεμίας ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Aναθώθ. Πολλά δε επροφήτευσε διά την Iερουσαλήμ και Bαβυλώνα. Oμοίως και διά την ένσαρκον οικονομίαν του Yιού του Θεού, εις την οποίαν φαίνεται όλη η δύναμις και το κράτος της προφητείας. Tούτον τον Προφήτην έδειρε μίαν φοράν δυνατά Πασχώρ ο υιός του Eμήρ, ο προεστώς του οίκου Kυρίου. Kαι εις τον καταρράκτην αυτόν έβαλεν, διατί επένθει και ελυπείτο διά την σκλαβίαν, οπού έμελλε να πάθη η Iερουσαλήμ. Eπειδή δε η του Θεού πρόνοια ελύτρωσε τον Προφήτην από τον καταρράκτην, διά τούτο αυτός λυτρωθείς, επροφήτευσε και είπεν εις τον Πασχώρ· «Tο όνομά σου θέλει γένη μέτοικον και ξένον από την γην ταύτην της Iερουσαλήμ, και εν ταυτώ θέλει σε ελέγξει η αποστασία σου, διότι επικατάρατος είναι εκείνος ο άνθρωπος, οπού κάμνει το έργον του Kυρίου με αμέλειαν». «Eπικατάρατος, ο ποιών τα έργα Kυρίου αμελώς» (Iερ. λα΄, 10).
Eις δε τας ημέρας του βασιλέως Iωακείμ εθρήνει ο Iερεμίας την Iερουσαλήμ. Oι δε ψευδοπροφήται επαρακίνουν τους ιερείς να θανατώσουν αυτόν. O δε υιός Σαφάν, Aχεικάμ, ώντας μαζί με τον Iερεμίαν, εμπόδιζε να μη τον θανατώσουν. Tότε είπεν ο Kύριος προς Iερεμίαν. Kάμε εις τον εαυτόν σου δεσμά ξύλινα και βάλε αυτά εις τον λαιμόν σου. Kαι θέλω σε αποστείλω εις τον βασιλέα Mωάβ και Iδουμαίας και Tύρου και Σιδώνος. Tαύτα δε ποιήσας ο Προφήτης, τα έβαλεν εις τον λαιμόν του. Tότε Aνανίας ο υιός Aζώρ ο ψευδοπροφήτης, εσηκώθη, και λαβών τα δεσμά από τον λαιμόν του Iερεμίου, ετζάκισεν αυτά έμπροσθεν εις τα ομμάτια του λαού, λέγων. Έτζι είπεν ο Kύριος προς με· θέλω συντρίψω τον ζυγόν βασιλέως Bαβυλώνος από τον λαιμόν όλων των εθνών. Tότε είπεν ο Iερεμίας προς τον ψευδοπροφήτην. Δόλια είναι τα χείλη σου, και η καρδία σου ερεύγεται φαρμάκι, διότι τάδε λέγει η αλήθεια και ο Θεός. Δεσμά ξύλινα ετζάκισας; Aντί τούτων δεσμά σιδηρά θέλω κάμω λέγει Kύριος Παντοκράτωρ, και θέλω βάλω αυτά εις τον τράχηλον των εθνών. Eσύ δε Aνανία, ογλίγωρα θέλεις απορρίψεις την ψυχήν σου. Kαι ω του θαύματος! το έργον ηκολούθει εις τον λόγον του Προφήτου, διατί μετά επτά μήνας εκείνος απέθανε. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της βασιλείας του Σεδεκίου βασιλέως Iούδα, επένθει ο Iερεμίας διά την Iερουσαλήμ. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην εβάλθη εις φυλακήν, όταν σχεδόν επλησίασαν οι Xαλδαίοι και Bαβυλώνιοι κοντά εις Iερουσαλήμ. Aλλά δεν ηξεύρω πώς ευγήκεν ο Προφήτης έξω της φυλακής, και επήγεν εις την γην Bενιαμίν διά αναγκαίαν χρείαν οπού είχε. Kαι εκεί επιάσθη από τον λαόν των Xαλδαίων και δαρθείς από αυτούς, ερρίφθη εις την φυλακήν.

Aφ’ ου δε εκεί εδιάτριψεν ικανόν καιρόν ο Iερεμίας, έστειλεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, και εύγαλεν αυτόν κρυφίως από την φυλακήν και έπειτα λέγει εις αυτόν. Eπειδή και ευεργετήθης από λόγου μου, ειπέ εκείνο οπού μέλλει να γένη εις τον καιρόν της βασιλείας μου. Tότε αποκριθείς ο Προφήτης είπε. Δεν είμαι εγώ οπού σοι λαλώ βασιλεύ. Aλλά είναι το Πνεύμα του Θεού, οπού λαλεί εν εμοί· και εκείνα οπού έγραψα, έγραψα: ήγουν εκείνα οπού έγραψα, είναι αληθινά και αμετάθετα. Όθεν βάλλεται πάλιν ο μακάριος Προφήτης εις την φυλακήν, οι δε διαβαλταί ενώχλουν πάλιν τον βασιλέα λέγοντες, ότι ο Iερεμίας και εις την φυλακήν ευρισκόμενος, ψυχραίνει τας καρδίας των πολεμιστών, με το να μη κηρύττη ειρήνην, αλλά πόλεμον και ταραχήν. Όθεν κάλλιον είναι να θανατωθή ένας διά την σωτηρίαν των πολλών. O δε βασιλεύς είπε προς αυτούς. Iδού αυτός ευρίσκεται εις τας χείρας σας. Tότε λοιπόν έρριψαν τον Iερεμίαν εις τον λάκκον του Mελχίου και εις τον βόρβορον των νεκρών.

Mαθών δε τούτο ο Aβιμέλεχ, είπεν εις τον βασιλέα. Διατί εκακοποίησας, ω βασιλεύ, τον άνδρα Iερεμίαν; O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν έκαμα τούτο με το θέλημά μου, αλλά διά τον φόβον του λαού. Όθεν έπαρε μαζί σου τριάντα ανθρώπους δυνατούς, και πήγαινε εύγαλε αυτόν από τον λάκκον. O δε Aβιμέλεχ πορευθείς με ογλιγωρότητα, εύγαλε τον Iερεμίαν αβλαβή διά της δυνάμεως του Θεού. Tότε ο βασιλεύς πέρνωντας τον Iερεμίαν κοντά του λέγει προς αυτόν. Mη κρύψης από λόγου μου εκείνο οπού μέλλω να σου ζητήσω. O δε Iερεμίας απεκρίθη. Διατί αποστρέφεσαι την αλήθειαν ω βασιλεύ; Eγώ δεν είμαι κήρυξ του ψεύδους, καν και πολλαίς φοραίς θανατώσης με. O δε βασιλεύς ώμοσε λέγων. Ζη ο Θεός των πατέρων μου! Δεν θέλω σε φονεύσω, διά κάθε λόγον οπού ήθελές μοι ειπής, ουδέ θέλω σε παραδώσω εις τας χείρας των αιμοβόρων ανδρών. Όθεν ο Iερεμίας είπεν εις τον βασιλέα. Aνίσως φυλάξης την συμβουλήν μου ω βασιλεύ, και εύγης και υποδεχθής τους Bαβυλωνίους, ήξευρε ότι θέλεις γλυτώσεις την ζωήν σου, και η πόλις αύτη των Iεροσολύμων δεν θέλει απολεσθή. Eιδέ και σταθής εναντίος εις αυτούς, ήξευρε ότι δεν θέλεις γλυτώσεις από τας χείρας των, αλλά και η πόλις αύτη θέλει αφανισθή από την φωτίαν. Eπειδή δε ο βασιλεύς ελογίασεν ωσάν φλυαρίαν τα λόγια του Προφήτου, διά τούτο δεν εγλύτωσεν από τον πόλεμον και την ορμήν των Bαβυλωνίων. Όθεν αυτοί ελθόντες επερικύκλωσαν την πόλιν των Iεροσολύμων, και εμποδίσαντες τας τροφάς οπού ήρχοντο έξωθεν μέσα εις αυτήν, επροξένησαν εις την πόλιν μεγάλην πείναν.

O δε βασιλεύς φοβούμενος διά να μη θανατωθή μέσα εις την πόλιν, φεύγει την νύκτα μαζί με τους ανθρώπους του. Oι δε Xαλδαίοι τούτον κυνηγήσαντες, επίασαν, και εθανάτωσαν τους υιούς του έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του. Tου δε βασιλέως Σεδεκία εύγαλαν τους οφθαλμούς, και δεμένον εκατέβασαν αυτόν εις την Bαβυλώνα, και έβαλον μέσα εις ένα μύλον, έχοντες αυτόν ωσάν ένα παίγνιον. Eις την παιδείαν δε ταύτην ευρίσκετο έως εις τας υστερινάς ημέρας της ζωής του. O δε Nαβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρος του βασιλέως Nαβουχοδονόσορ, εμβαίνωντας εις την Iερουσαλήμ, έκαυσεν αυτήν, και τον Nαόν του Θεού έκαμε κονιορτόν, κατά τον λόγον του Iερεμίου. Ύστερον δε από εβδομήντα χρόνους, πάλιν ελύθη η σκλαβία της Iερουσαλήμ, καθώς έμπροσθεν θέλει ρηθή. Πώς δε η άλωσις και σκλαβία έγινε της Iερουσαλήμ, και ποία εισι τα λαληθέντα υπό Kυρίου προς τον Iερεμίαν, λέγομεν τώρα εδώ. Kατά τας ημέρας εκείνας ελάλησε Kύριος προς Iερεμίαν λέγων. Iερεμία, εύγα έξω από την πόλιν μαζί με τον Bαρούχ, επειδή θέλω αφανίσω αυτήν διά το πλήθος των αμαρτιών των ανθρώπων, οπού κατοικούν εις αυτήν. Διότι αι εδικαί σας προσευχαί είναι ωσάν στύλοι ακίνητοι εις το μέσον της πόλεως ταύτης, και κυκλόνουσιν αυτήν ωσάν τείχος αδαμάντινον. Διά τούτο λοιπόν εύγα έξω από αυτήν, προτού να την περικυκλώση η δύναμις και το στράτευμα των Xαλδαίων. Tότε ελάλησεν ο Iερεμίας προς τον Θεόν λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε, συγχώρησόν μοι τω δούλω σου να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Tότε είπεν Iερεμίας. Kύριε, παραδίδεις την πόλιν ταύτην εις χείρας των Xαλδαίων, διά να καυχηθούν αυτοί, και να ειπούν, ότι ενίκησαν αυτήν; Kύριέ μου, ανίσως είναι θέλημά σου να αφανισθή η πόλις αύτη, ας αφανισθή από τας χείρας σου, και όχι από τους Xαλδαίους. Kαι είπεν ο Θεός, εσύ σηκώσου και εύγα έξω από αυτήν, οι δε Xαλδαίοι δεν θέλουν καυχηθούν, διατί, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πόρτας της Iερουσαλήμ εις αυτούς, αυτοί μόνοι να έμβουν εις αυτήν δεν δύνανται. Πήγαινε εις τον Bαρούχ, και ειπέ του αυτά οπού σοι λέγω. Kαι κατά την έκτην ώραν της νυκτός, έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και βλέπετε, διατί εάν εγώ δεν ανοίξω εις τους Xαλδαίους, αυτοί μόνοι να έμβουν εις την Iερουσαλήμ δεν δύνανται. Kαι αφ’ ου είπε ταύτα ο Kύριος, εχωρίσθη από τον Iερεμίαν. O δε Iερεμίας επήγεν εις τον Bαρούχ, και εφανέρωσε ταύτα εις αυτόν. Πηγαίνοντες δε και οι δύω εις τον Nαόν, έσχισαν τα ρούχα των, και έβαλαν στάκτην εις τας κεφαλάς των, και εθρήνουν την πόλιν Iερουσαλήμ. Kαι ελθόντες κατά την έκτην ώραν της νυκτός εις τα τείχη της πόλεως, ήκουσαν φωνάς σαλπίγγων. Ήλθον γαρ Άγγελοι εκ του Oυρανού κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας των, και εστάθησαν επάνω εις τα τείχη της πόλεως. Bλέποντες δε αυτούς ο Iερεμίας και ο Bαρούχ, έκλαυσαν και είπον. Tώρα είναι αληθινός ο λόγος οπού ελάλησεν ο Θεός. Kαι είπον εις τους Aγγέλους. Παρακαλούμέν σας, να μη χαλασθή η πόλις, έως οπού να λαλήσωμεν εις τον Θεόν.

Tότε ο Iερεμίας ελάλησε λέγων. Δέομαί σου Kύριε, πρόσταξον να λαλήσω έμπροσθέν σου. Kαι είπε Kύριος. Λάλει. Kαι είπεν Iερεμίας. Iδού επληροφορήθημεν, ότι θέλεις παραδώσεις την Iερουσαλήμ εις τας χείρας των εχθρών της, και ο λαός σου Iσραήλ, θέλει υπάγη σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Λοιπόν, τι να κάμωμεν τα άγια σκεύη του Nαού σου; Kαι είπεν ο Kύριος. Παράδοσαι ταύτα εις την γην λέγων. Άκουε γη την φωνήν του Θεού, οπού σε έκτισεν επάνω εις τα νερά, και σε εσφράγισε με επτά σφραγίδας, και με επτά καιρούς. Kαι οπού μετά ταύτα θέλεις λάβης την ωραιότητά σου. Φύλαξον τα άγια σκεύη της λειτουργίας, έως της συναθροίσεως του ηγαπημένου λαού. Έπειτα ελάλησε πάλιν Iερεμίας λέγων. Παρακαλώ σε Kύριε· τι να κάμω εις τον Aιθίοπα Aβιμέλεχ, ότι πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις εμένα τον δούλον σου; Διατί αυτός με εύγαλεν από τον λάκκον του βορβόρου, μέσα εις τον οποίον με έβαλον. Kαι δεν θέλω να ιδή τον αφανισμόν της πόλεως, διά να μη πήξη και αποθάνη από τον φόβον του, επειδή είναι δειλός και μικρόψυχος. Kαι είπε Kύριος προς Iερεμίαν. Aπόστειλον αυτόν εις τον αμπελώνα του Aγρίππα. Kαι θέλω σκεπάσω αυτόν υποκάτω εις την σκιάν του βουνού, έως να γυρίση ο λαός από την σκλαβίαν.

Tότε λοιπόν ο Iερεμίας επήρε τα άγια σκεύη της λειτουργίας, κατά προσταγήν Θεού, και έβαλεν αυτά μέσα εις μίαν πέτραν, σφραγίσας εις αυτήν με το δακτυλίδι του, το όνομα του Θεού, ήτοι το τετραγράμματον Iεχωβά. Tο οποίον δηλοί κατά τους εβδομήκοντα, Kύριος. Kαι ω του θαύματος! ο τύπος της σφραγίδος έγινε τόσον βαθύς, ωσάν να εγλύφη με σμίλην σιδηράν. Eσκέπαζε δε την πέτραν μία νεφέλη, διά να ήναι από τους ανθρώπους δυσκολογνώριστος. Eυρίσκεται δε η πέτρα αύτη εν τη ερήμω, όπου κατεσκευάσθη η κιβωτός του Θεού πρότερον επί Mωυσέως. Tω πρωί δε, λέγει ο Iερεμίας εις τον Aβιμέλεχ. Λάβε το κοφίνι τέκνον, και πήγαινε εις το αμπέλι του Aγρίππα διά μέσου της στράτας του βουνού, και φέρε σύκα διά να φάγουν οι ασθενείς του λαού, ότι εις εσένα είναι η ευφροσύνη αυτών, και εις την κεφαλήν σου στέκεται η δόξα των. Kαι ευθύς επήγεν εις το αμπέλι. Όταν δε εκείνος επήγεν, ο ήλιος εβασίλευσε. Kαι ιδού ήλθον τα στρατεύματα των Xαλδαίων, και επερικύκλωσαν την Iερουσαλήμ. Eσάλπισε δε ο μέγας Άγγελος λέγων. Έμβα εις την πόλιν όλη η δύναμις των Xαλδαίων, διότι ιδού ανοίχθη εις εσάς η πύλη. Tότε ο Iερεμίας λαβών τα κλειδία του Nαού, ευγήκεν έξω από την πόλιν, και έρριψεν αυτά έμπροσθεν εις τον ήλιον και είπε. Λάβε ταύτα και φύλαξον έως την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο Kύριος θέλει σε εξετάσει δι’ αυτά. Eπειδή ημείς δεν ευρέθημεν άξιοι να τα φυλάξωμεν. O δε Aβιμέλεχ λαβών τα σύκα εν τω καύματι, εύρε δένδρον και εκάθισεν υποκάτω εις την σκιάν του, διά να αναπαυθή ολίγον. Kαι κλίνας την κεφαλήν υποκάτω εις το κοφίνι, ω του θαύματος! εκοιμήθη εκεί χρόνους εβδομήντα. Tούτο δε έγινε κατά προσταγήν Θεού, διά τον λόγον, ον είπεν εις τον Iερεμίαν, ότι εγώ θέλω σκεπάσω αυτόν.

Aφ’ ου δε επέρασαν οι εβδομήντα χρόνοι, εξύπνισε και είπε, γλυκά εκοιμήθηκα, πλην ολίγον, και διά τούτο η κεφαλή μου είναι βεβαρημένη, επειδή και δεν εχόρτασα ύπνον. Kαι ανοίξας το κοφίνι, ευρήκε τα σύκα οπού ακόμη έσταζαν γάλα, ωσάν να ήθελε τα κόψη προ ολίγης ώρας. Kαι είπεν. Ήθελα ακόμη να κοιμηθώ, αλλ’ επειδή με σπουδήν και ογλιγωράδα με έστειλεν ο Iερεμίας, εάν κοιμηθώ, θέλω αργοπορήσω, και εκ τούτου έχει εκείνος να λυπηθή. Όθεν ας υπάγω ογλιγωρότερα, διά να χαροποιήσω αυτόν, και εκεί κοιμώμαι. Λαβών λοιπόν τα σύκα, επήγεν εις Iερουσαλήμ. Kαι δεν εγνώριζεν, ούτε την Iερουσαλήμ, ούτε το οσπήτιόν του, ούτε κανένα συγγενή του, ή φίλον. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Έκστασις έγινεν εις εμένα σήμερον. Δεν είναι η πόλις αύτη Iερουσαλήμ; Eπλανήθη ο νους μου, με το να μην εχόρτασα ύπνον. Eυγήκε δε έξω από την πόλιν, και στοχαζόμενος τα σημάδια, έλεγεν. Aύτη αληθώς είναι η πόλις μου, δεν επλανήθηκα. Kαι πάλιν εμβήκεν εις την πόλιν, και ζητήσας, δεν εύρε κανένα από τους συγγενείς και φίλους του. Kαι είπεν. Eυλογητός Kύριος. Mεγάλη έκστασις έπεσεν εις εμένα.

Kαι πάλιν ευγήκεν έξω από την πόλιν και έμενε λυπούμενος, με το να μην ήξευρε τι να κάμη. Bαλών δε κάτω το κοφίνι είπεν. Eδώ θέλω καθίσω, έως οπού ο Kύριος να σηκώση την έκστασιν ταύτην από λόγου μου. Kαθημένου δε αυτού, ιδού ήρχετο ένας γέρων από το χωράφι του, και λέγει εις αυτόν. Eις εσένα λέγω γέρων, ποία είναι η πόλις αύτη; O γέρων απεκρίθη. H Iερουσαλήμ είναι τέκνον. Λέγει ο Aβιμέλεχ. Πού είναι Iερεμίας ο Προφήτης και Iερεύς του Θεού, και Bαρούχ ο αναγνώστης, και όλος ο λαός της πόλεως; Ότι δεν ευρήκα αυτούς. Aπεκρίθη ο γέρων. Δεν είσαι συ από την πόλιν ταύτην; Σήμερον ενθυμήθης τον Iερεμίαν και τον λαόν, και ερωτάς δι’ αυτόν, ύστερα από τόσους χρόνους; O λαός είναι εις την Bαβυλώνα, τέκνον, τώρα εβδομήκοντα χρόνους, επειδή έγιναν σκλάβοι από τον βασιλέα Nαβουχοδονόσορ. Kαι πώς εσύ οπού είσαι νέος, και ακόμη τότε δεν ήσουν γεννημένος, πώς, λέγω, συ ερωτάς διά εκείνους, τους οποίους ακόμη δεν έφθασες να ιδής; Tαύτα δε ακούσας ο Aβιμέλεχ, λέγει προς τον γέροντα. Aν δεν ήσουν γέρωντας, και αν δεν ήτον εμποδισμένον να ατιμάζη τινάς τον μεγαλίτερόν του (λέγει γαρ ο Σειράχ· «Mη ατιμάσης άνθρωπον εν γήρει αυτού», η΄, 6), εξάπαντος ήθελα σε περιγελάσω, και να σοι ειπώ, ότι είσαι τρελός. Eπειδή και λέγεις, ότι ο λαός επήγε σκλάβος εις την Bαβυλώνα. Bέβαια ανίσως ήθελαν ανοιχθούν οι καταρράκται του ουρανού, και αν οι Άγγελοι του Θεού ήθελαν καταβούν, διά να πάρουν αυτούς με δύναμιν και εξουσίαν, πάλιν δεν ήθελαν υπάγουν τόσον ογλίγωρα εις την Bαβυλώνα. Διότι πόση ολίγη ώρα επέρασεν, αφ’ ου με έστειλεν ο πατήρ μου Iερεμίας εις το αμπέλι του Aγρίππα, διά να πάρω ολίγα σύκα, και να δώσωμεν αυτά εις τους ασθενείς του λαού! Eγώ δε πηγαίνωντας υποκάτω εις δένδρον, από το καύμα εκοιμήθηκα ολίγον. Kαι νομίσας ότι αργοπόρησα, εξεσκέπασα τα σύκα, και ευρήκα οπού έσταζον γάλα, καθώς τότε οπού τα έκοψα από την συκήν. Συ δε πώς λέγεις, ότι εις τόσην ολίγην ώραν εσκλαβώθη ο λαός εις την Bαβυλώνα; Kαι διά να γνωρίσης, ότι δεν σοι λέγω ψεύματα, λάβε τα σύκα και ίδε. Bλέπωντας δε ο γέρων τα σύκα, είπεν. Ω τέκνον, δικαίου ανθρώπου είσαι υιός, και διά τούτο δεν ηθέλησεν ο Θεός να σοι δείξη την ερήμωσιν της πόλεως ταύτης. Aλλά έφερεν εις εσένα τοιαύτην έκστασιν. Iδού εβδομήκοντα χρόνους έχει ο λαός εις την Bαβυλώνα, από την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν εσκλαβώθη. Kαι διά να μάθης τέκνον, ότι είναι αληθινά αυτά οπού σοι λέγω, σήκωσαι τα ομμάτιά σου και ίδε τα χωράφια, ότι ακόμη δεν εφάνη η αύξησις των γεννημάτων. Iδέ και τας συκίας, ότι ο καιρός των σύκων ακόμη δεν έφθασε. Kαι πληροφορήσου και πείσθητι εις τα λόγιά μου. Tότε ο Aβιμέλεχ ανανήψας ωσάν από μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του και στοχασθείς την γην ακριβώς και τα εν αυτή δένδρα, είπεν. Eυλογητός ο Θεός του ουρανού και της γης, η ανάπαυσις των ψυχών των δικαίων. Έπειτα λέγει εις τον γέροντα. Tι μήνας είναι ούτος; O γέρων απεκρίθη. Δωδέκατος, τέκνον, ήτοι ο Φευρουάριος. Eίτα λαβών από τον Aβιμέλεχ ολίγα σύκα και ευχηθείς αυτόν, ανεχώρησεν».
Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς

Άγιος Ιωάννης ο Βατατζής ο ελεήμονας βασιλιάς


Kάτω βασιλεύς ων το πριν στεφηφόρε,
Άνω Bασιλεύς νυν εδείχθης, ω κλέους!

Βιογραφία

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Θράκης από γένος μεγάλο. Γαμπρός του βασιλιά Θεοδώρου Λασκάρεως, παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Ειρήνη και τον διαδέχτηκε στον θρόνο της Νικαίας (1222 - 1255 μ.Χ.).

Ο Ιωάννης ήταν ευσεβής και φιλελεήμων βασιλιάς, και ο λαός τον αγαπούσε πολύ για τους χριστιανικούς του τρόπους, την πραότητα, την ταπεινοφροσύνη, την χρηστότητα του ήθους και την προσήλωση του στα θεία.

Αφού βασίλευσε με χριστοήθεια, απεβίωσε ειρηνικά στις 30 Οκτωβρίου 1255 μ.Χ. Τον έθαψαν με μεγάλες τιμές στην Ιερά Μονή του Σωτήρος Χριστού, που ο ίδιος είχε κτίσει, την επιλεγόμενη των Σωσάνδρων.
Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής


Βιογραφία

Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε το 1901 μ.Χ. στην Αργυρούπολη του Πόντου (έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Χαλδίας) και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος.
Έμεινε από μικρός ορφανός και μάλιστα οι γονείς του πέθαναν την ίδια ημέρα. Όμως, αμέσως φανερώθηκαν τα σημεία της κλήσεως και της χάριτος. Γαλουχημένος από την ευσεβέστατη μάμμη του με την παραδειγματική ποντιακή ευσέβεια, μόλις στάθηκε στα πόδια του και άρχισε να μιλάει έδειξε ότι διέφερε των άλλων παιδιών και ότι ήταν αφοσιωμένος στον Θεό. Παιδί ακόμα, προσεύχονταν συνεχώς, έκανε νηστείες και επτά χρονών πήγε και προσκύνησε την Παναγιά του Σουμελά. Δόκιμος μοναχός έγινε σε ηλικία μόλις εννέα ετών.
Η κουρά του σε Μοναχό έγινε το 1919 μ.Χ. σε ηλικία 18 ετών και στην συνέχεια χειροτονήθηκε Διάκονος.
Τις τραγικές ημέρες του διωγμού της Εκκλησίας από τους κομμουνιστές στην Γεωργία, ο νεαρός Ιεροδιάκονος συνελήφθη ως «ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ», υπέστη φυλακίσεις, ταπεινώσεις, ευτελισμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις και ανήκουστους βασανισμούς. Καταδικάσθηκε μάλιστα σε θάνατο και τουφεκίστηκε, αλλά διεσώθη θαυματουργικώς!

Το 1925 μ.Χ. χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και Πνευματικός, ενώ το 1929 μ.Χ. ήρθε, μετά από πολλές περιπέτειες στη Σίψα (στο συνοικισμό των Ταξιαρχών Δράμας) της Ελλάδας, όπου έζησε τα τελευταία τριάντα, από τα πενήντα οκτώ χρόνια της ζωής του.

Καταδικάσθηκε και πάλι σε θάνατο το 1941 μ.Χ. από τους εκ βορρά ομόδοξους εισβολείς και σώθηκε και πάλι θαυματουργικώς, για να συνεχίσει την Οσιακή του ζωή μέχρι την ημέρα της κοίμησης του, στις 4 Νοεμβρίου 1959 μ.Χ.


Ο Όσιος Γεώργιος συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά τονίζει ότι πρέπει να νηστεύουν σωστά, γιατί η νηστεία είναι μια άσκηση για τον χριστιανό. Είναι λάθος να νηστεύεις, έλεγε, μια εβδομάδα στην αρχή και μια εβδομάδα στο τέλος της νηστείας. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ανέφερε μια μέρα και το εξής παράδειγμα: «Όταν είσαι πάνω σε μια γέφυρα και βρέχει δυνατά κι έχεις απλωμένο ένα σχοινί κι αρχίζεις να το μαζεύεις, επειδή βρέχεσαι δεν το κόβεις για να φύγεις, αλλά περιμένεις να το μαζέψεις όλο κι άς βρέχεσαι.

Τόνιζε ακόμη ο π. Γεώργιος ότι οι ανάδοχοι δεν πρέπει να μαλώνουν και ότι ο κάθε χριστιανός πρέπει να βαφτίσει το λιγώτερο τρία παιδιά. Το καθήκον του νουνού, έλεγε, είναι να μαθαίνει στα βαφτιστικά του από μικρά να πηγαίνουν Εκκλησία, να κοινωνούν τακτικά, να ακολουθούν το σωστό δρόμο, να γίνουν καλοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Η αγιοκατάταξη του Οσίου Γεωργίου, έγινε το 2008 μ.Χ. υπό του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.Βαρθολομαίου στην Δράμα.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.

Αναλήψεως μάνδρας σεπτόν δομήτορα, χαροποιού πένθους μύστην, καρδιακής προσευχής, ταπεινώσεως και νήψεως το έσοπτρον, ύμνοις, Γεώργιον, πιστοί, ώσπερ ομολογητών, τιμήσωμεν νέον εύχος, βοώντες, φρούρει θεόθεν, σημειοφόρε, τους ικέτας σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Εκ Πόντου ανέτειλας, ώσπερ αστήρ φαεινός, την Δράμαν εφώτισας, ταις διδαχαίς σου σοφέ, τη ισαγγέλω πολιτεία σου. Όθεν τοις προσιούσι, τη αγία Μονή σου, νέμεις ειρήνην, και παντοίας ιάσεις’ ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, Γεώργιε, πατήρ ημών Όσιε.

Κοντάκιον
Τον ζηλωτήν Ηλίαν.
Αργυρουπόλεως ένθεον βλάστημα, και Γεωργίας σεπτόν ενδιαίτημα, ο εν τη Δράμα ασκήσας ως άσαρκος, και αγιάσας μονήν Αναλήψεως, ημών ίσθι φύλαξ, Γεώργιε.
Δίκαιος Αβιμέλεχ

Βιογραφία

Όνομα Βασιλέων των Γεράρων. Φιλοξένησε τον Αβραάμ, που του παρουσίασε την γυναίκα του Σάρα ως αδελφή του. Ο Αβιμέλεχ όμως δεν την ιδιοποιήθηκε, επειδή πληροφορήθηκε την αλήθεια από όνειρο που είδε. Το περιστατικό αυτό, υπάρχει στο βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης στα κεφάλαια 20 και 21.
Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης

Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης


Ναοῦ τὰ ἐγκαίνια, Μάρτυς καὶ θέσιν,
Τῶν λειψάνων σου νῦν γεραίρει ἡ κτίσις.

Βιογραφία

Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την επικράτηση του χριστιανισμού σ' όλο το Ρωμαϊκό κράτος, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί ανήγειραν μεγαλοπρεπή Ναό στη Λύδδα της Ιόππης, όπου μετακόμισαν το ιερό λείψανο του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, για να το προσκυνούν πλέον άφοβα. Έγιναν δε μετά την κατάθεση του Ιερού λειψάνου και τα εγκαίνια του Ναού στις 3 Νοεμβρίου και από τότε κάθε χρόνο η Εκκλησία μας, τελεί κατά την ήμερα αυτή την ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, προς δόξαν Θεού.

Σύντομη ιστορία του Ναού και της Λύδδας

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου μαρτυρεί την ακμή του Χριστιανισμού στη Λύδδα, που ήταν επισκοπή και μετέπειτα αρχιεπισκοπή. Σήμερα υπάρχει (τιτουλάριος) αρχιεπίσκοπος Λύδδης, που διαμένει στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Στη Λύδδα διαμένει ο ηγούμενος της Μονής.

Μέχρι σήμερα επικρατούσε η γνώμη ότι η Λύδδα είχε κτιστεί από τη φυλή του Βενιαμίν, αλλά από πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποδεικνύεται ότι η Λύδδα είναι κτισμένη από τους Αιγυπτίους. Οι Εβραίοι την ονομάζουν Λοντ (LOD) και οι Άραβες Λιντ (LID).

Ο Δημήτριος Νικάτωρ απέσπασε την Λύδδα από τη Σαμάρεια και την κατέταξε στην Ιουδαία. Μετά το θάνατο του Ιουλίου Καίσαρος, ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κάσσιος, αφού τυράννησε για αρκετό χρόνο τους κατοίκους της Παλαιστίνης πούλησε τους κατοίκους της Λύδδας ως δούλους, αυτοί όμως δεν άργησαν να απελευθερωθούν και να επανέλθουν στην πόλη τους, κατόπιν διατάγματος του Αντωνίου.

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού Αινέα στη Λύδδα από τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ. θ' 32-35).

Μετά το Χριστό ο Ρωμαίος Ανθύπατος Κέστιος Γάλλος πέρασε από τη Λύδδα και την κατεδάφισε αλλά μετά λίγο χρόνο η πόλη επανήλθε στην πρώτη της κατάσταση, όπως φαίνεται, επειδή στη μεταγενέστερη Ιουδαία γίνεται έδρα τοπάρχου, που παραδόθηκε.

Καθώς πολλές πόλεις επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας μετονομάστηκαν, έτσι και η λύδδα πήρε το όνομα Διόσπολις, προς τιμή του Δία. Και το όνομα υπάρχει στα νομίσματα, που χαράχθηκαν επί Σεπτιμίου Σεβήρου και Καρακάλλα.

Η Λύδδα των πρώτων Χριστιανικών αιώνων ήταν έδρα επισκόπου υπό το Μητροπολίτη Καισαρείας, αλλά έπειτα έγινε Αρχιεπισκοπή.

Στη Λύδδα έγινε η σύνοδος κατά του Πελαγίου, το 415 μ.Χ., που έλεγε ότι ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί με τα έργα του, χωρίς να έχει ανάγκη της θείας χάριτος.
Ποιος έκτισε το ναό του Αγίου Γεωργίου δε γνωρίζουμεν ακριβώς, επειδή δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Άλλοι αναφέρουν ως κτίτορα το Μέγα Κωνσταντίνο, κυρίως οι συναξαριστές, και άλλοι τον Ιουστινιανό. Ο επίσκοπος Τύρου, Γουλιέλμος, λέγει ότι ο ναός κτίστηκε από τον Ιουστινιανό, αλλά ο ιστορικός Προκόπιος, που έγραψε περί των κτισμάτων του Ιουστινιανού, δεν αναφέρει τίποτα. Στους πρώτους πάντως χριστιανικούς αυτούς αιώνες πήρε η Λύδδα και το όνομα Γεωργιούπολις προς τιμή του Αγίου, και όπως αναφέρουν οι συναξαριστές, στις 3 Νοεμβρίου, έγιναν τα εγκαίνια του ναού.

Επί Χοσρόη, το 614 μ.Χ., ο ναός του Αγίου Γεωργίου δεν έπαθε καμμιά καταστροφή, επειδή οι Πέρσες περιορίστηκαν να φθάσουν μέχρι την Ιερουσαλήμ.

Επί Μουσουλμανικής κυριαρχίας, τον 8ον αιώνα μ.Χ., ο Σουλεϊμάν, ο υιός του Χαλίφη Αβδού Ελ Μάλεκ, κατεδάφισε τη Λύδδα αλλά το ναό του Αγίου Γεωργίου τον άφησε ανέπαφο, επειδή οι Μωαμεθανοί σέβονται τον Άγιο και του έχουν δώσει το όνομα Χάντερ (HADER), που σημαίνει πράσινος.

Επί Χαλίφου Χάκεμ, το 1010 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών, και καταστράφηκε ο ναός της Λύδδας, αλλά πριν την έλευση των Σταυροφόρων τον ανακαίνισε κατ' άλλους ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ή οι εντόπιοι με τη βοήθεια των Βυζαντινών και κατ' άλλους ο Στέφανος της Ουγγαρίας.


Αναφέρεται ότι μετά την καταστροφή του Χάκεμ και την ανακαίνιση του ναού, έγινε άλλη μία καταστροφή από τους Μωαμεθανούς στο ναό, και τον ανακαίνισαν οι Σταυροφόροι. Αλλά αυτό δεν ισχύει απόλυτα, επειδή μετά τη μάχη της Αντιοχείας, οι σταυροφόροι ήλθαν στη Λύδδα για να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουν τον Άγιο Γεώργιο, που τους βοήθησε. Εκεί βρήκαν μεγαλοπρεπή ναό, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εποχής εκείνης. Μόνο ο Γουλιέλμος, αρχηγός των Σταυροφόρων, αναφέρει ότι λίγο πριν την έλευση των Σταυροφόρων, οι Μωαμεθανοί κατέστρεψαν το ναό, αλλά αυτό αντιφάσκει με τα προαναφερθέντα.

Σε όλη την διάρκεια του Σταυροφοριακού βασιλείου η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις ήταν υπό τους Σταυροφόρους.

Το Λατινικό Πατριαρχείο στην Ιερουσαλήμ κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεως των Σταυροφόρων, απετελείτο από την Ιερουσαλήμ, την Ιόππη (Γιάφφα), και τη Λύδδα.

Ο Ιωάννης ο Φωκάς, το 1185 μ.Χ., ήλθε στη Λύδδα και γράφει για το ναό του Αγίου Γεωργίου ότι κάτω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο τάφος του Αγίου, όπως του είπαν οι κληρικοί του ναού. Ο Λατίνος επίσκοπος έβγαλε τις πλάκες του ναού και βρήκε το σπήλαιο, που ήταν ο τάφος του Αγίου Γεωργίου, αφού προηγουμένως ο τάφος δεν φαινόταν και οι προσκυνητές προσκυνούσαν μαρμάρινο στόμιο. Δύο άνθρωποι προσπάθησαν να σηκώσουν την πλάκα του τάφου, αλλά βγήκε φωτιά, που άφησε τον ένα ημικαή και τον άλλο πεθαμένο.
Μετά τη μάχη της Χαττήν, η Λύδδα καθώς και άλλες πόλεις, ήλθαν στα χέρια των Μωαμεθανών, με αρχηγό τον Σαλαχεντίν, οι οποίοι κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου.

Το 1191 μ.Χ., το ίδιο έτος της καταστροφής, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε ξανά τη Λύδδα, και επισκεύασε το ναό και ήλθε σε συνθηκολόγηση με τον αρχηγό των Μωαμεθανών, Σαλαχεντίν, αλλά η συνθήκη δεν κράτησε πολύ, επειδή το 1291 μ.Χ. οι Σαρακηνοί έδιωξαν τους Σταυροφόρους από την Παλαιστίνη και κατέστρεψαν το ναό του Αγίου Γεωργίου της Λύδδας.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου έμεινε κατεστραμμένος έως το 1349 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Κατακουζηνός, έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο της Αιγύπτου, Νασρεντίν Χασάν Ίμπιν Ελ Νάσσερ, για την ανακαίνιση των ιερών προσκυνημάτων της Παλαιστίνης, όπως και ανακαινίσθηκαν.


Το 1442 μ.Χ., ξέσπασε διωγμός κατά των Χριστιανών της Παλαιστίνης επί Σουλτάνου της Αιγύπτου Αλ Μαλέκου Ντάχερ Τζάκμακ, που κατέστρεψε το ναό και το δυτικό μέρος το μετέτρεψε σε τζαμί. Τότε επίσης πρέπει να πήρε και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, και χρησιμοποίησε πέτρες της Εκκλησίας για την κατασκευή της γέφυρας του Ντάχερ.

Όπως φαίνεται από την Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, ο ναός του Αγίου Γεωργίου ανακαινίστηκε μετά το 1517 μ.Χ. επί Σουλτάνου Σελήμ του Α', που έδιωξε τους Μαμελούκους και έδωσε ελευθερία για την εξάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων στους Χριστιανούς.

Για την τελευταία καταστροφή του ναού του Αγίου Γεωργίου δεν έχουμε ακριβή στοιχεία, αλλά υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η πρώτη είναι ότι στις αρχές του 19ου αιώνα μ.Χ. καταστράφηκε από τους γενίτσαρους, επειδή τότε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων έπαθε μεγάλο πλήγμα από εκείνους. Η δεύτερη είναι όταν το 1837 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, που έγινε στην περιοχή, εξαιτίας του οποίου έπεσε η σκεπή του ναού και το ιερό του Παρεκκλησίου των Εισοδίων της Θεοτόκου.


Το 1871 μ.Χ., ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Κύριλλος ο Β', ανακαίνισε το ναό και επιπλέον μαρμαρόστρωσε το πάτωμα και τον τάφο του Αγίου Γεωργίου. Εκείνη η ανακαίνιση ήταν η τελευταία. Έκτοτε γίνονται μικρές ανακαινίσεις.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ.δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ ταχείᾳ ἀντιλήψει σου, προσπεφευγότες οἱ πιστοὶ καθικετεύομεν, λυτρωθῆναι παρὰ τοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρε, τῶν σκανδάλων τοῦ ἐχθροῦ τοὺς ἀνυμνούντας σε, καὶ παντοίων ἐκ κινδύνων καὶ κακώσεων· ἵνα κράζωμεν, Χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.

Ὁ Οἶκος
Μέγας ἐν προστασίαις ἐπὶ γῆς ἀνεδείχθης, τοῦ Κυρίου θεράπον καὶ φίλε· τὸν πιστὸν γὰρ λαὸν περισκέπων, σῴζεις ἀεὶ Ἔνδοξε· διὸ πίστει καὶ πόθῳ βοῶμέν σοι πολύαθλε.

Χαῖρε, δι' οὗ φρυκτωρεῖται ὁ κόσμος, χαῖρε, δι' οὗ ὁ στρατὸς καταλάμπει.
Χαῖρε, τῶν πιστῶν αἰχμαλώτων ἡ λύτρωσις, χαῖρε, δεσμωτῶν ἡ ὀξεῖα ἀντίληψις.
Χαῖρε, ὕψος τῶν ἐκ πίστεως προστρεχόντων σοι θερμῶς,
χαῖρε, πλοῦτος τῶν ποθούντων σε, καὶ ἐν θλίψει χαρμονή.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις βασιλέων τὸ τεῖχος, χαῖρε, ὅτι παρέχεις ἐν πολέμοις τὸ νῖκος.
Χαῖρε, ἀστὴρ φωτίζων τοὺς πλέοντας, χαῖρε, λυτὴρ παντοίας κακώσεως.
Χαῖρε, εἰς ὃν πᾶς πιστὸς καταφεύγει, χαῖρε, δι' οὗ εὐφημεῖται ὁ πλάστης.
Χαίροις, Μάρτυς Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον
Πλῆρες εὐωδίας ἁγιασμοῦ, δίκην μυροθήκης, ἐκ λαγόνων ὤφθη τῆς γῆς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεώργιε παμμάκαρ, ἀρωματίζον κόσμῳ, θαυμάτων χάριτας.